ῥυταγωγέα

ῥυταγωγέα
ῥῡταγωγέᾱ , ῥυταγωγεύς
rope of a horse's halter
masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ρυταγωγούμενος — η, ο, Ν 1. (για άλογο) (παλαιότερα, στην ομοζυγία τού πεδινού πυροβολικού) αυτός που δεν ιππευόταν αλλά τόν οδηγούσε ο ελάτης τού αριστερού αλόγου με ρυταγωγέα και μαστίγιο 2. (κατ επέκτ.) κάθε άλογο που οδηγείται από ιππέα διαφορετικού αλόγου.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”